- ευρρειος
- ἐϋρρεῖοςgen. к ἐϋρρεής См. ευρρεης
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐυρρεῖος — ἐϋρρεῖος , ἐυρρεής fair flowing masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋρρεής — ἐϋρρεής και εὐρεής, ές (Α) αυτός που ρέει ωραία («ἐϋρρεῑος ποταμοῑο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρε(F)ής (< ρέ(F)ος, το). Ο τ. γενικής ευρρείος < *ευρρεFεος] … Dictionary of Greek